οροφιας

οροφιας
    ὀροφίας
    ὀροφίᾱς
    -ου adj. m живущий под крышей, т.е. домашний
    

(μῦς Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οροφιας" в других словарях:

  • οροφίας — ὀροφίας, ὁ (Α) αυτός που ζει κάτω από οροφή, δηλ. σε σπίτι, κατοικίδιος («μῡς... ὀροφίας» ο κοινός ποντικός, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροφος / ὀροφή + κατάλ. ιας (πρβλ. κλιματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • ὀροφίας — ὀροφίᾱς , ὀρόφιος fem acc pl ὀροφίᾱς , ὀρόφιος fem gen sg (attic doric aeolic) ὀροφίᾱς , ὀροφίας living under a roof masc acc pl ὀροφίᾱς , ὀροφίας living under a roof masc nom sg (attic epic doric aeolic) ὀροφίᾱς , ὀροφίης masc acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀροφίαι — ὀροφίᾱͅ , ὀρόφιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὀροφίας living under a roof masc nom/voc pl ὀροφίᾱͅ , ὀροφίας living under a roof masc dat sg (attic doric aeolic) ὀροφίης masc nom/voc pl ὀροφίᾱͅ , ὀροφίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»